- φεύξις
- -εύξεως, ἡ, Α [φεύγω](ποιητ. τ.) φυγή ή διαφυγή, φύξις*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεῦξις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεῦξιν — φεῦξις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύξει — φεύγω flee fut ind mid 2nd sg φεύζω cry aor subj act 3rd sg (epic) φεύζω cry fut ind mid 2nd sg φεύζω cry fut ind act 3rd sg φεύ̱ξει , φεῦξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) φεύ̱ξεϊ , φεῦξις fem dat sg (epic) φεύ̱ξει , φεῦξις fem dat sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φεύξεις — φεύζω cry aor subj act 2nd sg (epic) φεύζω cry fut ind act 2nd sg φεύ̱ξεις , φεῦξις fem nom/voc pl (attic epic) φεύ̱ξεις , φεῦξις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφεύξιμος — ον, Α ἐκφεύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φεύξιμος (< φεῦξις / φῦξις «φυγή»)] … Dictionary of Greek
φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» … Dictionary of Greek
φεύξηι — φεύξῃ , φεύγω flee fut ind mid 2nd sg φεύξῃ , φεύζω cry aor subj mid 2nd sg φεύξῃ , φεύζω cry aor subj act 3rd sg φεύξῃ , φεύζω cry fut ind mid 2nd sg φεύ̱ξηι , φεῦξις fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύξιες — φεύ̱ξιες , φεῦξις fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύξῃ — φεύγω flee fut ind mid 2nd sg φεύζω cry aor subj mid 2nd sg φεύζω cry aor subj act 3rd sg φεύζω cry fut ind mid 2nd sg φεύ̱ξηι , φεῦξις fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)